- καππυρίζω
- καππῠρίζω, for καταπυρίζω,A catch fire, [tense] aor. 1 part. καππυρίσασα dub. in Theoc.2.24.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καππυρίζω — (Α) παίρνω φωτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < καταπυρίζω, με αποκοπή τού τα ] … Dictionary of Greek
καταπυρίζω — και ποιητ. τ. καππυρίζω (Α) [κατάπυρος] κατακαίω … Dictionary of Greek
καππυρίσασα — καππυρίσᾱσα , καππυρίζω catch fire aor part act fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)